-
1 оборудование
1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση 2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάστασηавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησης- της παραγωγής, βιομηχανικός -швартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудование
-
2 опалубка
ο ξυλότυπ/ος, ο μεταλλότυπος, το καλούπιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > опалубка
-
3 крепить
1. (прочно прикреплять) στερεώνω 2. (устанавливать крепь) αρμόζω το στήριγμα 3. (укреплять) ενισχύω, δυναμώνω 4. мор.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепить